- τἀριστερά
- ἀριστερά , ἀριστερόςleftneut nom/voc/acc plἀριστερά̱ , ἀριστερόςleftfem nom/voc/acc dualἀριστερά̱ , ἀριστερόςleftfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.